- μπουρδουκλώνω
- μπουρδούκλωσα, μπουρδουκλώθηκα, μπουρδουκλωμένος, μπερδεύω, ανακατώνω: Με μπουρδούκλωσε και δέχτηκα να βγω μαζί του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπουρδουκλώνω — μπουρδουκλώνω, μπουρδούκλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπουρδουκλώνω — 1. μπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω 2. τακτοποιώ πρόχειρα μια υπόθεση, κάνω κάτι πρόχειρα και βιαστικά, χωρίς προσοχή 3. μέσ. μπουρδουκλώνομαι πεδικλώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπουρδουκλώνω και μπουρκλώνομαι < μποδουκλώνομαι < μπεδικλώνομαι <… … Dictionary of Greek
μπερδουκλώνω — (Μ μπερδουκλώνω) μπουρδουκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό τών μπερδεύω + μσν. μποδουκλώνω (< πεδοκλώνω < πεδικλώνω < πέδικλον)] … Dictionary of Greek
μπουρδούκλωμα — το [μπουρδουκλώνω] 1. μπλέξιμο, μπέρδεμα, ανακάτωμα 2. πρόχειρη κάλυψη μιας παρατυπίας ή αταξίας 3. το πεδίκλωμα … Dictionary of Greek
μπουρκλώνομαι — μπουρδουκλώνομαι, σκοντάφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μπουρδουκλώνω] … Dictionary of Greek